ῥαβδουχοῦνται

ῥαβδουχοῦνται
ῥαβδουχέω
to be a
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραβδουχώ — έω, Α [ῥαβδοῡχος] 1. είμαι ραβδούχος, κρατώ ράβδο, ιδίως ως ένδειξη τής αρχής, τής εξουσίας ή τού αξιώματος που έχω 2. (για τους Ρωμαίους ραβδούχους) φέρω τις δέσμες ράβδων με τον πέλεκυ στο μέσον και προπορεύομαι τών αρχόντων προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”